Dictionary of Greek. 2013.
στίλπνωση — η, Ν στίλβωση, στίλβωμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < στιλπνώνω. Η λ., στον λόγιο τ. στίλπνωσις, μαρτυρείται από το 1853 στην εφημερίδα Βελτίωσις] … Dictionary of Greek
στιλπνώ — όω, Α βλ. στιλπνώνω … Dictionary of Greek